- μανία
- (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα.
Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής κατάστασης που χαρακτηρίζεται από επεισόδια ακραίας έξαψης με παθολογική ευθυμία, ευφορία, αδικαιολόγητη αισιοδοξία, από υπερβολική ταχύτητα εκτέλεσης των ψυχικών λειτουργιών έως ιδεόρροια. Η προσοχή είναι πολύ ασταθής, εμφανίζεται υπερδραστηριότητα και ερεθισμός που μπορεί να φτάσει σε κατάσταση έντονης διέγερσης. Από μια τέτοια βάση πηγάζουν συχνά ιδέες μεγαλείου και καταδίωξης. Η μ., όπως και ο αντίποδάς της, η μελαγχολία, παρουσιάζονται σε διάφορες ψυχικές διαταραχές, για παράδειγμα στη μανιοκαταθλιπτική ψύχωση.
* * *(I)η (AM μανία, Α ιων. τ. μανίη)1. οξεία διατάραξη τών φρενών, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια, τρέλα2. έξαλλη πνευματική ή ψυχική κατάσταση, παραφορά (α. «τόν έπιασε μανία και τά έκανε όλα άνω κάτω» β. «τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει», ΚΔ)3. η διακατοχή ενός ανθρώπου από πνευματική δύναμη (πνευματικός ενθουσιασμός, έμπνευση (α. «ὅς δ' ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται», Πλάτ.β. «κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας», Πλάτ.γ. «ποιητική μανία»)4. έμμονη επιθυμία για κάτι (α. «τόν έπιασε μανία να τή δει» β. «μανίη κατέδησε Θεανοῡς Πυθαγόρην», Ερμησιάν.)νεοελλ.1. ιδεοληψία που αφορά ορισμένες ψυχικές διαταραχές η οποία δεν αποκλείει την κατά τα άλλα ισορροπία και νηφαλιότητα (α. «μανία καταδιώξεως» β. «μανία ερωτισμού»)2. παράφορη αγάπη ή έξη, ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη αγάπη, ζωηρός πόθος, πάθος για κάτι («έχει μανία με τη μουσική)3. ιατρ. κρίση υπερδιέγερσης τών ψυχικών λειτουργιών, που χαρακτηρίζεται από έξαρση τής ψυχικής διάθεσης, με παιγνιώδη τάση, με ασύντακτη επιτάχυνση τών ιδεών και με αποχαλίνωση τών ενστίκτωννεοελλ.-μσν.μεγάλη όργή, σφοδρό μίσος, επίμονη ή παράφορη εχθρότητα ή κακία (α. «έχει τόσο μεγάλη μανία με τον αδερφό του ὥστε έχει να τού μιλήσει δύο χρόνια» β. «τὴν μανίαν τῶν δυσεβῶν διήλεγξε», Μηναί.)μσν.1. αγριότητα2. φρ. «μεγάλος τῆς μανίας» πιθ. μεγαλομανής, φαντασμένοςαρχ.1. ως επίθ. μανιακός («μανίη νοῡσος», Ηρόδ.)2. ως κύρ. όν. Μανίαη σύζυγος τού βασιλιά τής Δαρδανίας Ζήγιος, μετά τον θάνατο τού οποίου ανέλαβε την εξουσία τής Αιολίδας, με έγκριση τού Φαρναβάζου3. (ως κύρ. όν. στον πληθ.) Μανίαια) άλλη ονομασία τών Ευμενίδωνβ) τοποθεσία στην οδό Μεγαλοπόλεως-Μεσσηνίας, όπου είχε ιδρυθεί ναός τών Μανιών (Ευμενίδων), επειδή εκεί είχε καταληφθεί από μανία ο Ορέστης για τον φόνο τής μητέρας του και είχε θεραπευθεί κόβοντας ένα δάκτυλό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- τού μαίνομαι].————————(II)μανία, ἡ (Α) [μανός]η μανότης*.
Dictionary of Greek. 2013.